- ἐπιδίωκε
- ἐπιδιώκωpursue afterpres imperat act 2nd sgἐπιδιώκωpursue afterimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… … Dictionary of Greek
διμεταλλισμός — Νομισματικό σύστημα με βάση δύο διαφορετικά μέταλλα (τον χρυσό και τον άργυρο), που συνδέονται μεταξύ τους με μια αντιστοιχία αξίας η οποία καθορίζεται από τον νόμο. Για να υπάρχει όμως δ. δεν είναι αρκετή η κυκλοφορία νομισμάτων που… … Dictionary of Greek
κάιζερ — (Keyser). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών καλλιτεχνών του 16oυ και του 17oυ αι. 1. Βίλεμ (Willem, Άμστερνταμ 1603 – Λονδίνο 1674). Αρχιτέκτονας και γλύπτης. Εργάστηκε μαζί με τον I. Βαν Κάμπεν για την οικοδόμηση του δημαρχείου του Άμστερνταμ.… … Dictionary of Greek
κομιτάτο — το (Α κομιτᾱτον) νεοελλ. επαναστατική οργάνωση που επιδίωκε την επίτευξη ορισμένων σκοπών συνήθως για το καλό τής πατρίδας της (α. «βουλγαρικό κομιτάτο» β. «νεοτουρκικό κομιτάτο») αρχ. ακολουθία, ιδίως αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comitato.… … Dictionary of Greek
κουρεύω — (Μ κουρεύω) [κουρεύς] 1. κόβω τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου 2. κόβω το τρίχωμα ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται», Πολίτ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «άσ τον να κουρεύεται» μην τού δίνεις σημασία, μην τόν υπολογίζεις β) «άντε κουρέψου» ή… … Dictionary of Greek
νεοσλαβισμός — ο κίνηση που εμφανίστηκε στη Ρωσία μετά την επικράτηση τού συνταγματικού καθεστώτος τού 1908 και επιδίωκε την προσέγγιση τών σλαβικών λαών μέσω τής μορφωτικής και οικονομικής συνεργασίας τους … Dictionary of Greek
νεοχριστιανισμός — ο θρησκευτικοφιλοσοφική κίνηση που σημειώθηκε στην Ευρώπη από το 1890 και επιδίωκε τον συμβιβασμό τών διαφόρων χριστιανικών ομολογιών σύμφωνα με τις χριστιανικές αντιλήψεις τού Ρώσου συγγραφέα Λ. Τολστόι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
ολισμός — ο (φιλοσ.) φιλοσοφική στάση που επιδίωκε να λύσει το πρόβλημα τών σχέσεων μέρους όλου μέσω μιας φιλοσοφίας που απολυτοποιούσε την ολότητα … Dictionary of Greek
πανσκανδιναβισμός — ο κίνημα τού 19ου αιώνα που επιδίωκε, χωρίς να τό επιτύχει, τη συνένωση τών σκανδιναβικών χωρών σε ενιαία κρατική οντότητα … Dictionary of Greek